- διαφορίζω
- εκτελώ μαθηματικό υπολογισμό για να βρω το διαφορικό μιας συνάρτησης.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.